- καρδιαλγῶ
- καρδιαλγέωsuffer from heartburnpres subj act 1st sg (attic epic doric)καρδιαλγέωsuffer from heartburnpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καρδιαλγώ — καρδιαλγῶ, έω (Α) [καρδιαλγής] υποφέρω από πύρωση τού στομάχου, από στομαχόπονο … Dictionary of Greek
καρδι(ο)- — (AM καρδι[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται ή ανήκει ή έχει σχέση με την καρδιά. Σπανιότατα μπορεί να εκληφθεί και ως επιτατικό (πρβλ. καρδιοδα[γ]κάνω «δαγκώνω δυνατά»).Σύνθετα με α συνθετικό καρδι(ο) : καρδιαλγής … Dictionary of Greek
καρδιώσσω — και αττ. τ. καρδιώττω (Α) [καρδία] 1. έχω πόνους στο στομάχι, καρδιαλγώ 2. (στους Σικελιώτες) έχω βουλιμία, κατέχομαι από υπερβολική πείνα 3. (κατά τον Ησύχ.) έχω ναυτία … Dictionary of Greek